- ἐναμιλλάομαι
- ἐνᾰμιλλ-άομαι,A = ἁμιλλάομαι, πρός τι Them.Or.21.254c.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐναμιλλᾶσθαι — ἐναμιλλάομαι pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)